«Η σχέση Αθηνών – Ουάσιγκτον βρίσκεται σε ένα σημείο στο οποίο
είχε να βρεθεί σχεδόν 50 χρόνια», ανέφερε σε μια πρόσφατη συζήτηση ένας διπλωμάτης με πολύ καλή γνώση των διαπραγματεύσεων, που όπως φαίνεται υπάρχουν αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη ανάμεσα σε Ελλάδα και ΗΠΑ για τους τρόπους ενίσχυσης της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Η άμυνα, όπως συνηθίζει να λέει δημόσια, σχεδόν με κάθε ευκαιρία, ο πρέσβης των ΗΠΑ Τζέφρεϊ Πάιατ, είναι ένας από τους τρεις πολύ σταθερούς πυλώνες συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες και ήρθε στην επιφάνεια με αφορμή και τις πρόσφατες πολύ σημαντικές επισκέψεις αξιωματούχων στην Ελλάδα, με πλέον χαρακτηριστική αυτή του αρχηγού των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων Τζόζεφ Ντάνφορντ.
Η συζήτηση για την ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας είναι, φυσικά, απότοκο της γενικότερης αντίληψης που φαίνεται να υπάρχει πλέον στην Ουάσιγκτον, ότι οι σχέσεις Ελλάδας και ΗΠΑ μπορεί να τύχουν σημαντικής αναβάθμισης. Η συγκεκριμένη απόφαση δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά σε μια περίοδο επανεξέτασης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, στην Ουάσιγκτον έγινε αντιληπτό ότι η ενδυνάμωση της στρατηγικής σχέσης αφενός είναι εφικτή, αφετέρου εντάσσεται σε μια γενικότερη αναπροσαρμογή της πολιτικής των ΗΠΑ με σκοπό να διατηρήσει την επιρροή της στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
Αποφασιστική στροφή
Καθοριστικός προς αυτή την κατεύθυνση είναι ο ρόλος του υφυπουργού Εξωτερικών για την Ευρώπη και την Ευρασία Γουές Μίτσελ, ο οποίος και ηγείται της σχετικής προσπάθειας επιστροφής των ΗΠΑ στην περιοχή. Η σχετική κινητοποίηση του κ. Μίτσελ έχει η ίδια αρκετό ενδιαφέρον καθώς αντικατοπτρίζει τις αντιφάσεις, αλλά και την αποφασιστική στροφή της αμερικανικής πολιτικής σε ορισμένα ζητήματα. Λίγους μήνες πριν αναλάβει τη θέση του στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο κ. Μίτσελ ως πρόεδρος του think tank «Centre For European PolicyAnalysis», συνέγραψε με τον Γιάκομπ Γκρίγκελ ένα βιβλίο κλασικής γεωπολιτικής, στο οποίο αναδεικνυόταν η ανάγκη διατήρησης συμμάχων στο «καυτό δαχτυλίδι», την περιφέρεια της Ευρασίας («The Unquiet Frontier – Rising Rivals, Vulnerable Allies, and the Crisis of American Power», εκδ. Princeton Press).
Σε αυτό το βιβλίο αναδεικνύεται, εν ολίγοις, η έννοια των frontier states των «συνοριακών κρατών» που είναι αναγκαία στις ΗΠΑ για τη διατήρηση των ισορροπιών στην Ευρασία. Στη σελίδα 22, μάλιστα, υπάρχει ένας χάρτης όπου τα «frontier states» απεικονίζονται. Ξεκινούν από τη Φινλανδία και τη Βουλγαρία, συνεχίζουν από το Ισραήλ έως τη Σαουδική Αραβία και το Ομάν και καταλήγουν στον Ειρηνικό Ωκεανό με την Ιαπωνία, τις Φιλιππίνες και την Αυστραλία.
Η Ελλάδα, η Κύπρος και η Τουρκία δεν απεικονίζονται ως «frontier states» σε αυτόν τον χάρτη. Σύμφωνα με πληροφορίες η θητεία του κ. Μίτσελ τους τελευταίους μήνες, τον έχει πείσει ότι ο χάρτης των «frontier states» πρέπει να συμπληρωθεί και η Ελλάδα με την Κύπρο αποτελούν μια κρίσιμη προσθήκη σε αυτόν. Κρίσιμη παράμετρο θεωρεί, επίσης, τη συνεργασία με το Ισραήλ, κάτι το οποίο φαίνεται από το πραγματικά πολύ έντονο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για τα τριμερή σχήματα συνεργασίας Αθήνας και Λευκωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές ο κ. Μίτσελ συχνά τονίζει ότι η Ελλάδα έχει μια πολύ σοβαρή ευκαιρία «να παίξει μπάλα», ιδιαίτερα τώρα που η Τουρκία παράγει αβεβαιότητες στην περιοχή. Η συγκεκριμένη αντίληψη έχει μια αρκετά σημαντική ναυτική διάσταση, λόγω των ενεργειακών πόρων στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και της παρουσίας του ρωσικού στόλου στην περιοχή. Τα υψηλής τεχνολογίας υποβρύχια τύπου 214 θεωρούνται από τους Αμερικανούς κρίσιμης σημασίας για τις επιχειρήσεις που διεξάγονται με σκοπό την παρακολούθηση των ρωσικών κινήσεων.
Πολύ σημαντικό στοιχείο αυτής της αντίληψης που έχει αρχίσει να διαγράφεται στην Ουάσιγκτον, είναι ότι έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Θεωρούν ότι η σχέση με την Ελλάδα θα παραμείνει στενή, ανεξάρτητα από το ποια κυβέρνηση θα είναι στην εξουσία. Αυτή η πεποίθηση πηγάζει αφενός από τη διάψευση των φόβων τού τι θα μπορούσε να σημάνει για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις η ανάδειξη μιας αριστερής κυβέρνησης όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, αφετέρου από την πεποίθηση ότι –παρά τις τριβές λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών– ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός και η Ν.Δ., θα συνεχίσουν αυτή την πολιτική. Αναλόγως, εκτιμούν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση δεν θα εγείρει θέματα.
Οι προσπάθειες
Αυτή η κατάσταση εξηγεί εν πολλοίς και γιατί οι Αμερικανοί εξακολουθούν να μην έχουν πρόβλημα με τη χρονική επιμήκυνση της συμφωνίας για τη Σούδα για ένα έτος, αντί για περισσότερα. Ωστόσο η ελληνική πλευρά κάνει το παν για να καλύψει τις ανάγκες όταν μάλιστα οι εγκαταστάσεις στη Σούδα βρίσκονται στα όριά τους. Οι υποδομές έχουν ήδη διευρυνθεί προκειμένου να εξυπηρετήσουν την επισκευή ακόμη και αντιτορπιλικών τύπου Arleigh Burke, τα οποία έχουν διαστάσεις περίπου 150-160 μ. επί 20-22 μ. και αποτελούν από τις μεγαλύτερες μονάδες επιφανείας του αμερικανικού ναυτικού. Επίσης, το κρηπίδωμα Κ-14 εξυπηρετεί αεροπλανοφόρα. Επιπλέον, οι εγκαταστάσεις ενώθηκαν με φράχτη ο οποίος φθάνει ώς την αεροπορική βάση στο Ακρωτήρι, προκειμένου η μεταφορά φορτίων που φθάνουν από αέρος να μεταφέρονται με ασφάλεια στα πολεμικά πλοία. Αναζητούνται επίσης περαιτέρω χώροι για τη φιλοξενία ανδρών των ειδικών δυνάμεων, αλλά και μη επανδρωμένων αεροσκαφών.
Ωστόσο, τόσο στην Ουάσιγκτον όσο και στην Αθήνα γνωρίζουν πολύ καλά ότι η βάση της Σούδας δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί χωρικά περαιτέρω. Στην αντίπερα όχθη του Ποτόμακ, στο Πεντάγωνο, οι Αμερικανοί επιτελείς εξετάζουν προσεκτικά τις επιλογές που έχουν συνολικότερα οι ΗΠΑ στην περιοχή. Ολα αυτά εξελίσσονται ιδιαιτέρως προσεκτικά προκειμένου να μη δημιουργηθεί στην Τουρκία η αίσθηση ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα διαταραχής της ήδη υφιστάμενης στρατιωτικής συνεργασίας. Καλά πληροφορημένες πηγές τονίζουν ότι η στρατιωτική συνεργασία («mil to mil») ανάμεσα σε Αγκυρα και Ουάσιγκτον παραμένει σε πολύ καλό επίπεδο, σε σύγκριση, βεβαίως, με τον «χειμώνα» που διανύουν πολιτικά.
Ως προς το τι αναμένεται να συμβεί, οι δηλώσεις του κ. Ντάνφορντ σε δημοσιογράφους σε πτήση από την Ελλάδα προς Ινδία είναι ενδεικτικές. Το ζήτημα είναι τι ακριβώς μπορεί να γίνει. Η μεταφορά των αμερικανικών drones MQ-9 στη Λάρισα είναι ένα σχετικό παράδειγμα και η ενδεχόμενη προσπάθεια ενεργοποίησης μιας ακόμα βάσης στα νότια της Κρήτης (Τυμπάκι), για τη χρήση από την αμερικανική αεροπορία και τις ειδικές δυνάμεις είναι, αν μη τι άλλο, ένδειξη της υφιστάμενης βούλησης. Η συζήτηση για ανταλλάγματα έχει ανοίξει και η ελληνική πλευρά τηρεί στάση αναμονής. Σύμφωνα με καλά πληροφορημένες πηγές, στο Πεντάγωνο αναζητούνται εντατικά τρόποι ενίσχυσης των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων και φαίνεται ότι αυτή τη στιγμή το πρόγραμμα FMF (Foreign Military Financing), ή μια εκδοχή του, δεν αποκλείεται.
Επικοινωνιακή αντεπίθεση στη ΔΕΘ
Ισως το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα έντονης αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα να ήταν η 83η ΔΕΘ. Για πρώτη φορά στην Εκθεση υπήρχαν 60 αμερικανικές εταιρείες, περιλαμβανομένων τεχνολογικών κολοσσών όπως η Google, η Facebook και η Microsoft. Στην πραγματικότητα η ΔΕΘ, με τιμώμενη χώρα τις ΗΠΑ, ήταν ευκαιρία για μια επικοινωνιακή αντεπίθεση των Αμερικανών, καθώς είχε επικρατήσει η ανησυχία ότι στη Βόρεια Ελλάδα είχε αρχίσει να χάνεται ποικιλοτρόπως, ενώ, μάλιστα, η ρωσική επιρροή αυξήθηκε επικίνδυνα κυρίως μέσω της ήπιας διπλωματίας σε ζητήματα πολιτισμού, θρησκείας, αλλά και οικονομικά.
Η αγκυροβόληση της ναυαρχίδας του Εκτου Στόλου «USS Mount Whitney» στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια μεγάλου μέρους της περασμένης εβδομάδας, στα ανοιχτά της πόλης, ορατή από όλο το παραλιακό μέτωπο ήταν μια ένδειξη ότι «οι ΗΠΑ επιστρέφουν» στην περιοχή. Ο νέος γενικός πρόξενος των ΗΠΑ στη Θεσσαλονίκη είναι, επίσης, μια ένδειξη των αμερικανικών προθέσεων. Υψηλόβαθμος διπλωμάτης, ο Γκρέγκορι Φλέτζερ κατέφθασε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη από την Ουάσιγκτον και το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας, όπου υπηρέτησε επί σειράν ετών τόσο επί Ομπάμα όσο και επί Τραμπ. Ο κ. Φλέτζερ έχει εμπειρία από την Ουκρανία, μιλάει ρωσικά και γνωρίζει καλά τις τακτικές κακόβουλης επιρροής που χρησιμοποιήθηκαν στην περιοχή. Το ζήτημα της παραπληροφόρησης με σκοπό τη διασπορά ψευδών ειδήσεων και την επιρροή ενδιαφέρει ιδιαίτερα την αμερικανική αποστολή στην Ελλάδα, κάτι που φάνηκε από το γεγονός πως από τη σχετική εκδήλωση της Digicom στο Βελλίδειο, πέρασαν και μίλησαν τόσο ο κ. Πάιατ όσο και ο κ. Φλέτζερ.
Στη Θεσσαλονίκη τις προηγούμενες ημέρες ήταν ακόμα ένας σημαντικός Αμερικανός διπλωμάτης, ο Φίλιπ Ρίκερ, ο οποίος υπηρετεί στη διοίκηση αμερικανικών δυνάμεων Ευρώπης μαζί με τον SACEUR Κέρτις Σκαπαρότι και έχει υπηρετήσει ως πρέσβης στα Σκόπια προ σχεδόν δέκα ετών, στην εποχή της «παντοκρατορίας» του Νίκολα Γκρούεφσκι. Οι Αμερικανοί αντιλαμβάνονται και τις ευαίσθητες ισορροπίες που απαιτούνται προκειμένου να μη «χαλάσει» η συμφωνία των Πρεσπών, γι’ αυτό και εκτιμούν ότι τελικά η κυβέρνηση άντεξε στις πιέσεις. Επίσης, κατανοούν και τη στάση που έχουν τηρήσει τόσο ο κ. Μητσοτάκης όσο και η κ. Φώφη Γεννηματά κατά της συμφωνίας.