Η Lateed Ullah Khan, από τους πρώτους που έφτασαν στη διώροφη κατοικία της οικογένειας στις 15 Απριλίου, 208, βρήκαν τη νεαρή χωριάτισσα Shabnam να κείτεται αναίσθητη στο πάτωμα κοντά στον πατέρα της, Shaukat Ali. Ο λαιμός του ήταν κομμένος.
Λίγο πιο πέρα τα πτώματα των δύο αδελφών της Shabnam, της μητέρας της, της νύφης της, και της 14χρονης ξαδέλφης της, βρίσκονταν κι αυτά, σχεδόν αποκεφαλισμένα, στο αιματοβαμμένο πάτωμα του δωματίου.
Ένα βρέφος, το ανιψάκι της, για το οποίο αργότερα έγινε γνωστό ότι είχε στραγγαλιστεί, έμοιαζε να κοιμάται ανάμεσα στα άψυχα σώματα των γονιών του.
Η ιστορία έγινε πρωτοσέλιδο – η Shabnam όχι μόνο είχε δολοφονήσει επτά μέλη της οικογένειάς της αλλά ήταν και οχτώ εβδομάδων έγκυος. Η ίδια και ο εραστής της, Saleem, καταδικάστηκαν για τους φόνους σε θάνατο δια απαγχονισμού.
Αν εκτελεστεί, η Shabnam –η οποία όπως και ο εραστής της αναφέρεται στα χαρτιά της δίκης μόνο με ένα όνομα- θα είναι η πρώτη γυναίκα στην Ινδία που θα έχει θανατωθεί μετά το 1955.
Καθώς η εκτέλεση δρομολογείται, η υπεράσπιση της Shabnam προσπαθεί να την «παγώσει» με το επιχείρημα ότι και η καταδικασμένη είναι θύμα. Η δικηγόρος της Shreya Rastogi, υποστηρίζει ότι η πελάτης της, η οποία ποτέ δεν ομολόγησε τους φόνους, είναι θύμα μιας πατριαρχικής κοινωνίας που βάζει τις κάστες πάνω απ’ όλα.
Πέρα από τους ανθρώπους που πέθαναν εκείνο το βράδυ, από το έγκλημα του ζευγαριού προέκυψε και ένα ακόμη θύμα: ο γιος τους Bittu (ψεύτικο όνομα), τον οποίο η Shabnam μεγάλωσε στη φυλακή, πριν τον δώσει.
Ο Bittu, 12 χρόνων πλέον, κάνει έφεση στον Ινδό πρόεδρο Ραμ Ναθ Κοβίντ να απονείμει χάρη στη μητέρα του.
Γιατί έφτασαν στο έγκλημα
Η Shabnam και ο Saleem ήταν νέοι εραστές που ζούσαν στο ίδιο χωριό – αλλά οι οικογένειές τους δεν ενέκριναν την ένωσή τους.
Η Shabnam, η οποία ήταν 22 κατά τη διάρκεια των δολοφονιών, ήταν δασκάλα από την κοινότητα Saifi. Ο Saleem, τότε 24 ετών, ήταν άνεργος νεαρός της κοινότητας Pathan. Αν και οι ινδικές κάστες συνδέονται συχνά με την ινδουιστική κοινότητα, παρόμοιες κοινωνικές ιεραρχίες υπάρχουν και μεταξύ των μουσουλμανικών οικογενειών, με βάση την ιστορική τους καταγωγή ή από ποιο μέρος του αραβικού κόσμου προέρχονται. Οι οικογένειες πιέζουν συχνά τα παιδιά να παντρευτούν στις δικές τους κοινότητες. Η αποτυχία να το κάνει μπορεί να οδηγήσει σε βία και, σε ακραίες περιπτώσεις, δολοφονίες τιμής, όταν τα μέλη της οικογένειας δολοφονούνται επειδή θεωρείται πως ντροπιάζουν την οικογένειά τους.
Πριν το συμβάν, ο Lal Mohammand, πατέρας της δολοφονημένης νύφης της Shabnam, Anjum, είχε ενημερώσει την αστυνομία για την ανεπιθύμητη σχέση.
Η επιθυμία της κοπέλας να παντρευτεί τον Saleem προκαλούσε εντάσεις στο σπίτι. Σύμφωνα με την κατάθεση ενός συναδέλφου της κοπέλας, ο πατέρας της δεν ενέκρινε τη σχέση τους. Ο Saleem περνούσε συχνά από το σπίτι της να τη συναντήσει, κάτι που δεν άρεσε στον πατέρα της, ο οποίος την έδερνε. Σύμφωνα με τον μάρτυρα.
Ωστόσο, υπήρχε κάτι που δεν ήξερε η οικογένεια. Η Shabnam ήταν ήδη έγκυος με το παιδί του Saleem. Δεν είναι ωστόσο σαφές αν την ημέρα των φόνων η κοπέλα γνώριζε για την εγκυμοσύνη της.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όχι μόνο το γνώριζε αλλά εν μέρει αυτό πυροδότησε τους φόνους, καθώς, όπως υποστηρίζουν, η Shabnam ήθελε να σκοτώσει την οικογένειά της ώστε να είναι η μοναδική κληρονόμος και να ζήσει με άνεση με τον φίλο της και το παιδί τους.
Η δικηγόρος της κοπέλας, ωστόσο, απαντά ότι οι κατήγοροι δεν μπορούν να στηρίξουν αυτή τη θεωρία. Η υπεράσπιση υποστηρίζει ότι η Shabnam έμαθε για την εγκυμοσύνη της μετά τη σύλληψή της, μετά από ένα ιατρικό τσεκ ρουτίνας.
Πώς συνέβη
Το μακελειό ξεκίνησε με μια κούπα τσάι. Στις 14 Απριλίου 2008 η Shabnam σέρβιρε στην οικογένειά της το βραδινό τσάι μαζί με υπνωτικό, το οποίο ο Saleem είχε προμηθευτεί από έναν πωλητή φρούτων. Όταν οι οικογένεια κοιμήθηκε, η Shabnam κάλεσε τον Saleem και εκείνος έφτασε, φέρνοντας μαζί του ένα τσεκούρι.
«Η Shabnam κρατούσε το κεφάλι καθενός και εκεί τους έκοβα τον λαιμό και τους σκότωνα», ομολόγησε ο Saleem την επομένη των φόνων.
«Έκανα λάθος, είμαι ερωτευμένος με τη Shabnam, ένα κορίτσι από το χωριό μου, και εκείνη μαζί μου. Έχουμε ορκιστεί να ζήσουμε και να πεθάνουμε μαζί. Δεν μπορούμε να ζήσουμε μακριά ο ένας από τον άλλον. Εξαιτίας αυτού η οικογένεια της Shabnam την έδειρε και της είπε ότι δεν θα την αφήσουν να με παντρευτεί».
Αν και ομολόγησε τους φόνους σε δύο τουλάχιστον άτομα, ο Saleem φέρεται να προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τις επαφές του προκειμένου να αποφύγει τη φυλακή.
Μετά τη σύλληψή του, ο Saleem προσκόμισε τόσο το φονικό όπλο, το αιματοβαμμένο τσεκούρι όσο και άδεια κουτιά υπνωτικών.
Η κοπέλα αρχικά ισχυρίστηκε ότι κλέφτες είχαν εισβάλει διαπράττοντας τους φόνους, ωστόσο η ιστορία απορρίφθηκε καθώς δεν βρέθηκαν ούτε αποτυπώματα, ούτε στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την παρουσία εισβολέων, ενώ η σιδερένια πόρτα παρέμενε κλειδωμένη από μέσα.
Όταν οι γείτονες έφτασαν στο σπίτι, η Shabnam φαινόταν χωρίς τις αισθήσεις της, το Ανώτατο Δικαστήριο το 2005, ωστόσο, αποφάνθηκε πως είχε προσποιηθεί την αναίσθητη προκειμένου να δοθεί η εντύπωση ότι κάποιος εισβολέας είχε διαπράξει τον φόνο.
Παρά το γεγονός ότι Shabnam και Saleem πραγματοποίησαν τις δολοφονίες για να είναι μαζί, στο δικαστήριο στράφηκαν ο ένας κατά του άλλου. Εκείνη είπε ότι ο σύντροφός της προχώρησε μόνος του στις δολοφονίες. Εκείνος υποστήριξε ότι η Shabnam είχε πιει κρασί και του τηλεφώνησε αφότου είχε σκοτώσει την οικογένειά της, ζητώντας του να ξεφορτωθεί τα στοιχεία.
Το δικαστήριο τους έκρινε και τους δύο ένοχους, καταδικάζοντάς τους σε θάνατο δια απαγχονισμού. Οι εφέσεις τους τόσο στο Ανώτερο Δικαστήριο της πολιτείας, όσο και της Ινδίας (το ανώτερο δικαστήριο της χώρας) δεν τους δικαίωσε.
Γεννώντας στη φυλακή
Ο γιος της Shabnam και του Saleem, Bittu, γεννήθηκε στη φυλακή τον Δεκέμβριο του 2008 – οχτώ μήνες μετά τους φόνους. Φοβούμενος το κοινωνικό στίγμα, όντας ο γιος δύο καταδικασμένων δολοφόνων, δεν χρησιμοποιεί το πραγματικό του όνομα.
Η Shabnam τον μεγάλωσε τη φυλακή, όπου μοιραζόταν το κελί της με άλλες κρατούμενες. Παρέμεινε εκεί μέχρι τα 6 του, όταν, σύμφωνα με το ινδικό δίκαιο των φυλακών, μπορούσε να δοθεί για φροντίδα εκτός φυλακής.
Χάρη την εκπαιδευτικό μητέρα του, ο Bittu έμαθε μέσα στη φυλακή να διαβάζει και να μετράει.
Ο Usman Saifi, πρώην συμφοιτητής της Shabnam, προσφέρθηκε να τον πάρει όταν εκείνος έκλεισε τα έξι. Δημοσιογράφος πλέον, ο Saifi επικοινώνησε μαζί της στη φυλακή θέλοντας να γράψει ένα βιβλίο για τους φόνους.
«Στην αρχή με απέρριψε γιατί η πρώτη ερώτηση που της έκανα ήταν αυτή που δεν έπρεπε: τη ρώτησα γιατί σκότωσε την οικογένειά της». Αλλά μετά πείστηκε.
O Bittu συνέχισε να μεγαλώνει με τον Saifi και τη γυναίκα του, οι οποίοι ανέλαβαν την επιμέλειά του το 2015 και τον ανάθρεψαν σαν να ήταν δικό τους παιδί.
«Ο Bittu συμπεριφέρεται σε όλους με αγάπη και σεβασμό», λέει ο Saifi. «Ποτέ δεν λέει κάτι που να πληγώνει κάποιον. Είναι σαν ένα λουλούδι που ανθίζει μέσα στη λάσπη».
Ωστόσο η ζωή δεν είναι εύκολη για τον Bittu. Εκτός από την προσοχή των Μέσων παλεύει να διαχειριστεί το γεγονός ότι είναι παιδί φονιάδων.
«Μία ημέρα γυρίζοντας από το τζαμί κάποιος του είπε ότι η μητέρα του είναι η Shabnam που πρόκειται να απαγχονιστεί. Το γεγονός τον επηρέασε πολύ. Όταν στο κρεβάτι όλη τη μέρα», θυμάται ο Saifi.
Για χάρη του, ο δημοσιογράφος, συμμετέχει στην καμπάνια υπέρ της απονομής χάρης στην Shabnam.
Έκκληση για οίκτο
Παρότι ήταν ο σύντροφός της εκείνος που κρατούσε το τσεκούρι, η συμμετοχή της Shabnam στους φόνους, σερβίροντας στους συγγενείς της το τελευταίο τους τσάι σόκαρε το έθνος. Η Rastogi ωστόσο πιστεύει ότι άδικα δαιμονοποιείται.
Η άποψή της υποστηρίζεται από έρευνα από το Κέντρο της Νομικής Σχολής του Cornell για τη θανατική ποινή σε όλο τον κόσμο που διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που παραβιάζουν παγιωμένους κανόνες συμπεριφοράς φύλου είναι πιο πιθανό να λάβουν τη θανατική ποινή. Στην μελέτη του 2018, με τίτλο «Judged More Than Her Crime», διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που αντιμετωπίζουν τη θανατική ποινή θεωρήθηκαν ως «γυναίκες δηλητήριο», «παιδιά – δολοφόνοι» ή «μάγισσες».
Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι γυναίκες αυτές καταδικάζονται για «ηθική αποτυχία» και όχι τόσο για ο ίδιο το έγκλημά τους.
Τον περασμένο Φεβρουάριο οι δικηγόροι του ζεύγους υπέβαλαν αίτημα για απονομή χάρης στον κυβερνήτη της πολιτείας Ουτάρ Πραντές, αλλά και τον Πρόεδρο της Ινδίας.
Περιμένοντας την εκτέλεση
Τον περασμένο Φεβρουάριο, η θανατική καταδίκη της Shabnam επανήλθε στην επικαιρότητα όταν ένας από τους τελευταίες εκτελεστές της Ινδίας επισκέφτηκε τις φυλακές Mathura, τις μόνες όπου υπάρχει χώρος απαγχονισμού για γυναίκες. Αυτό έδωσε την εντύπωση ότι η ημερομηνία απαγχονισμού πλησιάζει. Ο διοικητής των φυλακών επιβεβαίωσε την επίσκεψη, ωστόσο εκείνοι που αγωνίζονται για την κατάργηση της θανατικής ποινής στη χώρα πιστεύουν ότι η εκτέλεση μιας γυναίκας μετά από 66 χρόνια θα ήταν ένα βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση.
Από τότε που θεσπίστηκε το 2007, η υποστήριξη ενός ψηφίσματος των Ηνωμένων Εθνών για ένα παγκόσμιο μορατόριουμ απέναντι τη θανατική ποινή αυξήθηκε από 104 χώρες σε 123 το 2020, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η Ινδία το έχει καταψηφίσει με συνέπεια.
Και παρότι το 2020 παρατηρήθηκε μείωση του αριθμού των θανατικών ποινών που επιβλήθηκαν στην Ινδία, η μείωση μπορεί να αποδοθεί στην πανδημία του κορωνοϊού, που ακύρωσε αρκετές δίκες, σύμφωνα με το Project 39A.
Στις 31 Μαρτίου, 15 γυναίκες είχαν καταδικαστεί σε θάνατο στην Ινδία περιμένοντας την εκτέλεσή τους.
Ο Saifi ελπίζει ότι η ζωή της Shabnam μπορεί να σωθεί, χάριν του γιου της.
«Όταν του είπα για την ποινή που είχε λάβει η μητέρα του από το δικαστήριο… ετοίμασε ένα μήνυμα μόνος του και κάλεσε τον Πρόεδρο μέσω των μέσων ενημέρωσης να συγχωρήσει τη μητέρα του», είπε ο Saifi.
Μέχρι στιγμής, δεν υπήρξε απάντηση.
Ο Saifi ξέρει ότι ο χρόνος τελειώνει. Φοβάται για τον Bittu, αν η Shabnam απαγχονιστεί.
«Όχι μόνο θα φύγει η Shabnam, αλλά και αυτό το παιδί θα χαθεί, και αν χαθεί, θα χαθούμε κι εμείς», είπε. «Δεν έχουμε άλλα παιδιά. Είναι τα πάντα για εμάς τα πάντα».