Η Ναυμαχία της Σάμου ήταν μια ιστορική ναυμαχία που έλαβε χώρα στη θαλάσσια περιοχή της Σάμου εξ ου και η ονομασία της, μεταξύ των δύο συνασπισμένων στόλων των ελληνικών νήσων Ύδρας και Σπετσών, κατά του Οθωμανικού στόλου στις 5 Αυγούστου του 1824, κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821, με περιφανή νίκη του τότε Ελληνικού Ναυτικού.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών ο οθωμανικός στόλος υπό τον Χοσρέφ Πασά είχε αποσυρθεί στην Μυτιλήνη και διέμεινε περίπου ένα μήνα. Τότε ο Χοσρεφ Πασάς ειδοποίησε τους Σαμίους με κάποιον Άγγλο υπήκοο πλοίαρχο του στόλου του να δηλώσουν υποταγή και δεν θα έχουν να φοβηθούν τίποτα. Οι Σάμιοι στη συνέλευσή τους απέκρουσαν την πρόταση του Χοσρέφ έτσι ο φόβος των Ελλήνων ήταν μεγάλος, ότι μετά από αυτό και η Σάμος θα κινδύνευε. Την ίδια εκείνη εποχή οι Σάμιοι άρχισαν να αποκρούουν με επιτυχία διάφορες αποβατικές επιχειρήσεις των Τούρκων στη περιοχή του Καρλοβασίου και στο ακρωτήριο Κότσικα κοντά στο Βαθύ. Ακολούθως ο Ελληνικός στόλος παίρνοντας δάνειο περί τις 90 χιλιάδες δίστηλα[1] ετοιμάστηκε η μεν πρώτη μοίρα υπό τον Γ. Σαχτούρη με είκοσι επτά Υδραίικα και οκτώ Πετζώτικα πλοία, υπό τον Γ. Ανδρούτζο, η δε δεύτερη μοίρα υπό τον Α. Μιαούλη.
Στις 3 Αυγούστου, τέσσερις ώρες μετά την ανατολή του ήλιου δεκαοκτώ πλοία της πρώτης γραμμής κατέπλευσαν κατά των Ελληνικών. Ο Σαχτούρης έδωσε τότε διαταγή να ναυμαχήσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το απόγευμα όρμησαν κατά των εχθρών δύο πυρπολικά του Ρομπότση και του Τζάπελα. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν και απομακρύνθηκαν. Το ίδιο συνέβη και την επόμενη μέρα. Στις 5 Αυγούστου κατέπλευσε ο Οθωμανικός στόλος κατά του Ελληνικού. 17 πλοία με τον αντιναύαρχο και τον Κανάρη με το πυρπολικό του όρμησαν πάνω στον εχθρό και ναυμάχησαν επί πέντε ώρες, μέχρι που ανάγκασαν τον εχθρό να απομακρυνθεί. Ο Οθωμανικός στόλος μάταια αποπειράθηκε να κινηθεί και τις επόμενες μέρες. Η αγκυροβολια των Ελλήνων συνεχίστηκε για πέντε εβδομάδων χωρίς αποτέλεσμα, και μετά αποχώρησαν.