Του Γώργου Καραμπελιά από την ιστοσελίδα newshub.gr
Η χαρακτηριστικότερη απόδειξη για τον πανελλαδικό χαρακτήρα που έτεινε να προσλάβει η επανάσταση των Ορλωφικών το 1770 είναι η επανάσταση του Δασκαλογιάννη στα Σφακιά, που αποτελεί ένα γεγονός πανελλαδικής εμβἐλειας, είχε χιλιάδες θύματα και διήρκεσε τόσο πολύ, ώστε να μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε πως αποτελεί το δεύτερο επίκεντρο της επανάστασης μετά την Πελοπόννησο.
Ευτυχώς, για τους αγώνες των Σφακιανών και το μαρτύριο του ηγέτη της επανάστασης διαθέτουμε μια ἐμμετρη αφήγηση, 1034 στίχων, το «Τραγούδι του Δασκαλογιάννη». Το έπος το συνέθεσε ένας συναγωνιστής του Δασκαλογιάννη, ο αγράμματος τυροκόμος μπαρμπα Μπατζελιός (Παντελής), από το Μουρί Σφακίων, ο οποίος δεκαέξι χρόνια μετά το πέρας της επανάστασης, θα το αφηγηθεί στον Αναγνώστη του παπά Σήφη Σκορδύλη, ο οποίος και το κατέγραψε.
Τα Σφακιά, όπως η Μάνη ήταν μια περιοχή ημιανεξάρτητη και απροσπέλαστη στους Τούρκους. Ο Εβλιγιά Τζελεμπή, αναφέρει ότι τα Σφακιά τα είχε πατήσει ο ίδιος ο θρυλικός Δελή Χουσεΐν Πασάς, ο Γαζής. Ωστόσο το 1658, και σε συμφωνία με τον Χουσεΐν Πασά, τα Σφακιά έγιναν βακούφια αφιερωμένα στις ιερές πόλεις Μέκκα και Μεδίνα και οι Τούρκοι ποτέ δεν εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή.
Στα τουρκικά αρχεία του Μεγάλου Κάστρου, που μετέφρασε ο Ν. Σταυρινίδης, βρίσκουμε οργισμένα φιρμάνια των σουλτάνων, που ζητούν να λάβει τέλος αυτή η προνομιακή μεταχείριση των Σφακιανών. Διαβάζουμε στις 18-3-1759:
…παρά ταύτα, οι ραγιάδες της εν λόγω επαρχίας (Σφακίων) συνεργαζόμενοι στενώς μετά των απίστων εχθρών κουρσάρων και όντες λίαν πανούργοι και δόλιοι, βασιζόμενοι δε και εις το δύσβατον των οδών των και το απρόσιτον της Επαρχίας των…, αρνούνται… την καταβολήν των φόρων των, προβάλλοντες άρνησιν και εμμονήν και αντίστασιν, συγκεντρωθέντων ούτω εις χείρας των άνω των 40.000 γροσίων… Οσάκις δε απέστειλε (ο έφορος) ανθρώπους εις την Επαρχίαν των διά να ζητήσουν… την πληρωμήν… όχι μόνον δεν επλήρωσαν τούτους, αλλ’ ούτε απάντησιν τινά έδωσαν…
Ωστόσο σε βασιλικό «Χάττι Χουμαγιούν» της 19ης Ιουνίου 1765, τονίζεται: «Άμα τη λήψει, ενεργούντες συμφώνως προς την επί τούτοις εκδοθείσαν διαταγήν μου… φροντίσατε να σέβεσθε την παλαιόθεν εις τα βακούφια ελευθερίαν…».
Όταν τους απειλούσαν οι Τούρκοι, άλλοι Σφακιανοί διέφευγαν με τα σκάφη τους στο πέλαγος και οι υπόλοιποι ανέβαιναν στα απάτητα βουνά και στα άγρια φαράγγια της περιοχής. Διαβάζουμε σε φιρμάνι της εποχής: «Εάν δε, παρ’ ελπίδα, φθάση απεσταλμένος τις εις την επαρχίαν των, οι κατηραμένοι κάτοικοί της και οι υπόλοιποι καπεταναίοι τους διαφεύγουν…».
Ποτέ δεν έπαψαν να έρχονται σε προστριβές με Τούρκους αξιωματούχους των γύρω περιοχών. Εκείνη την εποχή βρισκόταν σε μόνιμη αντιδικία με τον γαιοκτήμονα και κτηνοτρόφο Ιμπραήμ Αληδάκι, απόγονο Ενετών εξωμοτών, που είχε στήσει δεκατέσσερις στάνες στα βουνά από το Ρέθυμνο μέχρι τη Σούδα, ενώ στον πύργο του, κτισμένο πάνω στη μοναδική έξοδο των Σφακιών, στέγαζε δεκάδες ενόπλους, μεταξύ των οποίων και χριστιανούς.
Ο Ιωάννης Βλάχος ή Δασκαλογιάννης γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων, ορεινό χωριό σε ύψος 600μ., περί τα δύο χιλιόμετρα από τη θάλασσα, στη θέση της αρχαίας ομώνυμης πόλης. Πιθανολογείται ότι γεννήθηκε μεταξύ του 1722 και του 1730. Έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «Δασκαλογιάννης» διότι εξ αιτίας της μόρφωσής του τον αποκαλούσαν «δάσκαλο». Ο «Δάσκαλος» έναν αιώνα μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους εγκαινίασε μια νέα περίοδο επαναστάσεων των Κρητικών, αυτή φορά όχι εναντίον των Ενετών αλλά των Τούρκων, και ξεσήκωσε τους συμπατριώτες του για να κάνει «ρωμέϊκο» την Κρήτη.
Ο πατέρας του ήταν καραβοκύρης, ενώ πιθανότατα είχε στείλει το γιο του στην Ιταλία δεδομένου ότι μιλούσε ιταλικά, αλλά και ρώσικα. Ο Ιωάννης είχε τέσσερα αδέρφια, τέσσερις κόρες και δύο γιους και κατείχε τέσσερα μεγάλα σκάφη με τα οποία ταξίδευε στα λιμάνια της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλσσας. Μαζί με τ’ αδέρφια του είχε ναυτικά «πρακτορεία» στα κυριότερα λιμάνια.
Οι Σφακιανοί, σε αντίθεση με τους άλλους Κρητικούς που είχαν υποχρεωθεί από την τουρκική κατοχή να εγκαταλείψουν τη μεγάλη ναυτική παράδοση της Κρήτης, ήταν σχεδόν οι μόνοι που την συνέχιζαν, διατηρώντας δεκάδες καράβια, με βάση το Λουτρό στο Λιβυκό πέλαγος, μια και η ναυτιλία αναπτυσσόταν πάντα σε περιοχές απρόσιτες για την τουρκική εξουσία.
Ο Δασκαλογιάννης συμμετείχε πιθανότατα και στις συσκέψεις των Ελλήνων στην Τεργέστη με τους Ρώσους και τους Έλληνες προξένους των και δέχεται να συμμετάσχει στο επαναστατικό κίνημα πιστεύοντας πως ρωσικός στόλος και στρατός θα φθάσουν στην Κρήτη για να συνδράμουν τους επαναστατημένους Κρητικούς.
Το 1769 επιστρέφει στα Σφακιά και προσπαθεί να πείσει τους συμπατριώτες του πως ήρθε ή ώρα του σηκωμού και της απελευθέρωσης. με τη συνδρομή του ξανθού γένους.
«Μεσούντος του μηνός Σιεβάλ», δηλαδή το τέλος Ιανουαρίου 1770, οι Τούρκοι των Χανίων αναφέρουν στον σουλτάνο ότι, όπως αποκαλύπτουν «εξ αλλεπαλλήλων πηγών γραπταί πληροφορίαι», δεκάδες ρούσικα πλοία εισέβαλαν στη Μεσόγειο από το Γιβραλτάρ ενώ ο Αλέξιος Ορλώφ, που βρισκόταν τότε στη Πάρο με το ρώσικο στόλο, στέλνει ξανά επιστολή στον Δασκαλογιάννη και του υπόσχεται για άλλη μια φορά βοήθεια.
Θέ μου, καὶ δώσ’ μου φώτιση, καρδιὰ σὰν τὸ καζάνι,
νὰ κάτσω νὰ συλλογιαστῶ τὸ Δάσκαλο τὸ Γιάννη, [ ]
Ὁ Μπέης ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ κι ὁ Μπέης ’πού τὴ Μάνη
κρυφοκουβέντες εἴχασι μὲ τὸ Δασκαλογιάννη,
ὀποῦ ’τονε ξεχωριστὸς σὲ πλούτη κι ἀξιοσύνη,
μὲ τὴν καρδιὰ ντου ἤθελε τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη.
Κάθε Λαμπρὴ καὶ Κυριακὴ ἔβανε τὸ καπέλο
καὶ τοῦ Πρωτόπαπα ’λεγε «Τὸ Μόσκοβο θὰ φέρω,
νὰ τὰ συντράμει τὰ Σφακιά, τσὶ Τούρκους νὰ ζιγώξου
καὶ γιὰ τὴν Κόκκινη Μηλιὰ δρόμο νὰ τῶνε δώσου.
Κι ὂσ’ ἀπ’ αὐτοὺς τὸ θέλουσι στὴν Κρήτη ν’ ἀπομείνου,
σταυρὸ νὰ προσκυνήσουσι καὶ χρισθιανοὶ νὰ γίνου.» [ ]
Ο Δασκαλογιάννης συμμετέχει έτσι στον κεντρικό πυρήνα του επαναστατικού εγχειρήματος, μαζί με τον «Μπέη ἀποὺ τὴ Βλαχιὰ» και τον «Μπέη ’πού τὴ Μάνη» και στόχος του ήταν η ανασύσταση ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους: να κάνει «τὴν Κρήτη Ρωμιοσύνη» στέλνοντας τους Τούρκους πίσω στην «Κόκκινη Μηλιά». Εξ άλλου διακρίνεται καθαρά η αναφορά στους τουρκοκρητικούς που αν θέλουν να μείνουν στην Κρήτη θα πρέπει να γίνουν και πάλι χριστιανοί:
Δείχνει του καὶ τὰ γράμματα ποὺ ’χε ’πό τσὴ Ρωσίας
κι ἀποὺ τὸ Μπέη τοῦ Μωργιᾶ καὶ Μπέη τσὴ Βλαχῖας,
ποῦ μέσα κεῖ τοῦ λέγασι «Δάσκαλε, χαζιρεύγου,
καράβια ’πού τὸ Μόσκοβο κι ἀσκέργια θὰ κατέβου·
καὶ σὰν ἀκούσεις πόλεμο σὲ τοῦτα δὰ τὰ μέρη
νὰ ξεκινήσεις τὸ εὐτὺς μὲ οὖλο σου τ’ ἀσκέρι,
τὰ παλληκάργια τῷ Σφακιῷ στσι Τούρκους νὰ μολάρεις,
νὰ μὴν τωνὲ χωστεῖ κιανεῖς, πεζὸς γ-ἢ καβαλάρης.
καὶ τὴν Τουρκιὰ οὔλη μαζὶ νὰ τῆνε πολεμοῦμε,
λεύτερη τὴν πατρίδα μας ὀγλήγορα νὰ δοῦμε».
«Ἄκουσες ’δά, Πρωτόπαπα, τὰ γράμματα πῶς πάσι;
μὰ θὲ νὰ περιμένομε γιὰ νὰ χαζιρευτούσι,
τὰ κάτεργα [ ]
«Οὒλ’ οἱ Ρωμιοὶ θὰ σηκωθοὺ καὶ τὴν Τουρκιὰ θὰ φάσι».
Μετά από συνελεύσεις στις οποίες ψήφισαν όλοι οι «άνδρες των αρμάτων», στις 25 Μαρτίου 1770 δεκάδες παπάδες, πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία και τους απαραίτητους πυροβολισμούς, κήρυξαν την επανάσταση, στην αυλή της Παναγίας της Θυμιανής, υψώνοντας την επαναστατική σημαία στην Ανώπολη. Αρχηγοί των επαναστατών, εκτός από τον Δασκαλογιάννη αναφέρονται ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης και αρκετοί άλλοι .
Όμως την τελευταία στιγμή ο Αλέξιος Ορλώφ με το ρώσικο στόλο, αντί να πλεύσει προς τα Χανιά, όπως είχε υποσχεθεί με την επιστολή του προς τον Δασκαλογιάννη, έπλευσε προς τον Τσεσμέ όπου και καταναυμάχησε τον τούρκικο στόλο.
Οι Τούρκοι κινητοποιούνται αμέσως και στις 7 Μαΐου του 1770 έφτασε στο Μεγάλο Κάστρο αυτοκρατορικό φιρμάνι που όριζε: «Αν εξακριβώσητε ότι πράγματι ούτοι (οι Σφακιανοί) τυγχάνουσι επαναστάτες και στασιαστές, ενισχύουν δε τους εχθρούς της πίστεως και προβαίνουν εις πράξεις ανατρεπτικάς… τότε πάντες υμείς εν ομοφωνία εκστρατεύσατε εναντίον τους και προβήτε εις την σφαγήν και τον αφανισμόν αυτών…».
Στα τέλη Μαϊου άρχισαν οι μάχες . Οι τουρκικές δυνάμεις χτυπούσαν τα Σφακιά από δυο μέρη. Από την ανατολική διάβαση και κατά μέτωπον.
Παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή του εχθρού, οι επαναστάτες έδωσαν φονικότατη μάχη στα στενά της Νίμπρου που κράτησε δύο ολόκληρες μέρες, ώστε να καθυστερήσει η προέλαση των τουρκικών δυνάμεων και να επιβιβασθούν στα καράβια τα γυναικόπαιδα. Οι επαναστάτες κερδίζουν τις πρώτες μάχες, και αιφνιδιάζουν τον εχθρό κυλώντας ακόμη και βράχους από τις πλαγιές των φαραγγιών.
Ωστόσο οι Τούρκοι πληροφορούνται ότι τα γυναικόπαιδα σκοπεύουν να διαφύγουν δια θαλάσσης και στέλνουν 6.000 στρατό στην Ανώπολη για να τα εμποδίσει. Πάνω από το Λουτρό γίνεται άγρια μάχη στήθος με στήθος, Από τους 700-800 άνδρες του Δασκαλογιάννη, έχουν σκοτωθεί οι 300, ενώ οι Τούρκοι είχαν πάνω από 1000 νεκρούς, Στο τέλος κατορθώνουν να μπουν στην Ανώπολη, όπου στη σφαγή που ακολούθησε σκοτώθηκαν όλοι, άνδρες και γυναίκες, εκτός από εκατό γυναικόπαιδα που αιχμαλώτισαν οι Τούρκοι. Οι τελευταίοι συνέχισαν το εξοντωτικό τους έργο, κόβοντας δέντρα και ξεριζώνοντας τα αμπέλια. Όσους άνδρες συλλάμβαναν τους έσφαζαν επί τόπου, ενώ πολλές γυναίκες, παιδιά και γέρους τους έριχναν σε γκρεμούς.
Στη διάρκεια της φονικής μάχης ο Δασκαλογιάννης είχε στείλει τη γυναίκα του μαζί με τις δύο μεγάλες του κόρες, τη Μαρία και την Ανθούσα, στο Λουτρό, για να μπουν στο καράβι του. Ωστόσο οι κόρες του θα πέσουν στα χέρια των Τούρκων που τις παρέδωσαν στον σερασκέρη.
Ο πασάς του έστειλε επιστολή παρακαλώντας τον να παραδοθεί, με την υπόσχεση ότι θα αποχωρήσει αμέσως από τα Σφακιά. Στη Γενική Συνέλευση που συγκαλείται στα Κρούσια αποφασίζουν ομόφωνα ότι θα συνεχίσουν τον αγώνα και μηνύουν στον πασά ότι δεν θα παραδοθούν ποτέ.
Η τελευταία πράξη του δράματος παίζεται στο φαράγγι της Αράδαινας, στα Λευκά Όρη. Οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν χαμηλά στο Φραγκοκάστελλο όπου εύρισκαν νερό γιατί οι Σφακιανοί δηλητηρίασαν όλα τα πηγάδια της περιοχής. Και από κει με επιδρομές και ενέδρες προσπαθούσαν να συλλάβουν τον Δασκαλογιάννη ενώ τους είχαν αποκόψει από πηγές ανεφοδιασμού. Οι τελάληδες φώναζαν κάθε μέρα πως αν παραδοθεί ο Δασκαλογιάννης, ως όμηρος και ως εγγύηση πως δεν θα συνεχιστεί η επανάσταση οι Τούρκοι θα φύγουν από τα Σφακιά και θα χορηγήσουν γενική αμνηστία.
Ο Δασκαλογιάννης αποφάσισε να δεχθεί τις επίμονες προτάσεις των πασάδων, μια και κρατούσαν και τις θυγατέρες του. Ο πασάς τον δέχεται, του παρουσιάζει τη κόρη του Μαρία για να τον ευχαριστήσει και μετά άρχισε να τον ανακρίνει. Παράλληλα έστειλε την ακόλουθη επιστολή στους Σφακιανούς:
Προς τους καπεταναίους των Σφακίων
Με το γενικό αρχηγό σας τον οποίο θεωρώ φίλο και όχι αιχμάλωτο έδωσα τις ακόλουθες συμφωνίες που πρέπει να παραδεχτείτε όλοι, αλλιώς θα σας καταστρέψομε εντελώς.
Πρώτον: Ο αρχηγός Δασκαλογιάννης δεν θα επιστρέψει στα Σφακιά αλλά θα παραμείνει μαζί μας, για τρία χρόνια, με την περιποίηση φυσικά που απαιτεί η θέση του.
Δεύτερον: Πρέπει να δηλώσουν οι Σφακιανοί εγγράφως ότι αναγνωρίζουν την τούρκικη κυβέρνηση της Κρήτης.
Τρίτον: Οι Σφακιανοί θα εξακολουθούν να έχουν τα όπλα τους, θα διοικούνται σύμφωνα με τα έθιμά τους, και θα πληρώνουν κάθε χρόνο 5000 γρόσια.
Αφού δεν υπήρχαν περιθώρια επιλογής, γίνεται αποδεκτή και το κίνημα παίρνει τέλος. Την απάντηση ανέλαβαν να τη μεταφέρουν στον πασά εβδομήντα πέντε οπλαρχηγοί, ο πρωτόπαπας κι άλλοι έξη παπάδες, στέλνοντας και 500 αιγοπρόβατα πεσκέσι.
Ο Χασάν πασάς τους συνέλαβε αμέσως, και τους φυλάκισε στον Κουλέ του Ηρακλείου όπου μερικούς κρέμασε αμέσως ενώ άλλοι πέθαναν από τα βασανιστήρια. Όσοι επέζησαν κατόρθωσαν να δραπετεύσουν μετά από χρόνια.
Τον Δασκαλογιάννη μαζί με την κόρη του – αφού τον κράτησε ο πασάς για ένα διάστημα στο σεράγι ως δόλωμα για τους τρεις αδελφούς του, που είχαν καταφύγει στα Κύθηρα– τον παρέδωσε βορρά στο μαινόμενο πλήθος στις 17 Ιουνίου 1771, ημέρα Παρασκευή, αργία των Μουσουλμάνων. Αφού τον διαπόμπευσαν μέσα από τους κεντρικούς δρόμους κατέληξαν στην πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου. Ήρθαν μαραγκοί, έμπηξαν τέσσερις πασσάλους στο χώμα, κάρφωσαν σανίδες κι έκαναν ένα κάθισμα ψηλό όπου τον έβαλαν να καθίσει και αφού τον έδεσαν ένας γενίτσαρος με ξυράφι στο χέρι τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά. Μπροστά του έβαλαν ένα καθρέφτη για να μεγαλώσουν την οδύνη του και έφεραν δεμένο τον αδερφό του, Χατζή Σγουρομάλλη και όταν είδε ο ένας τον άλλο, «εμουγκαλίσθησαν ως βόες δις και τρις» κατά την έκφραση του ιστορικού. Από τη στιγμή αυτή ο Σγουρομάλλης τρελάθηκε. Το πτώμα του Δασκάλου το άφησαν δυο μέρες, να το σαπίσει ο καλοκαιρινός ήλιος και μετά υποχρέωσαν δυο ραγιάδες να το θάψουν Η είδηση του μαρτυρικού θανάτου του Δασκαλογιάννη συγκλόνισε τα Σφακιά.
Οι καπετάνιοι, που έμειναν με το τουφέκι στα χέρια πάνω στα ερείπια, ορκίστηκαν εκδίκηση. Συνέχισαν τις επιδρομές κατά των «γενιτσαραγάδων» και τρία χρόνια αργότερα εξόντωσαν και τον πανίσχυρο Αληδάκη και τις εκατοντάδες των ανθρώπων του, πυρπολώντας τον πύργο του και καταστρέφοντας τα υποστατικά του.
Κρητικοί και «γενιτσαραγάδες»
Η επανάσταση του Δασκαλογιάννη δεν μαρτυρά μόνο την απαρχή των υπερτοπικών πανελλαδικών επαναστατικών κινήσεων, αλλά σηματοδοτεί μία ιστορική τομή για την Κρήτη. Πράγματι, επί εκατό περίπου χρόνια, μετά την τουρκική κατάκτηση, οι Κρητικοί είχαν σιγήσει, μετά τα κύματα των εκτεταμένων εξισλαμισμών. Το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό Κρητικών, –κάποτε εξ αιτίας της αντίθεσης προς τους καθολικούς Ενετούς και της βαρύτατης εκμετάλλευσης την οποία υφίσταντο από αυτούς– είχε στραφεί στο Ισλάμ, είχε δημιουργήσει συνθήκες υποταγής των χριστιανών Κρητικών στην Οθωμανική εξουσία.
Οι Τουρκοκρητικοί, οι οποίοι μιλούσαν και τραγουδούσαν στα ελληνικά – ο Ερωτόκριτος ήταν από τα αγαπημένα τους ποιήματα ενώ πολλοί το απήγγειλαν από στήθους. Ο V. Bernard έγραφε το 1897 : «Ο Τούρκος κύριος, από την πρώτη γενιά αποκτούσε κρητικόπουλα που ήταν από ράτσα και γλώσσα Έλληνες. Οι γενίτσαροι της δεύτερης γενιάς δεν ήξεραν πια ούτε λέξη τούρκικη και εδώ και ενάμιση αιώνα το νησί ολόκληρο δε μιλάει παρά ελληνικά». «Οι πραγματικοί τούρκοι, αυτοί που συγκρότησαν το στρατό, ο οποίος κατάλαβε το νησί, έφυγαν και όσοι απόμειναν και αυτοαποκαλούνται Τούρκοι είναι κρητικοί στην εμφάνιση και εκτός αυτού μιλούν την κρητική γλώσσα. Ελάχιστοι από τους τουρκοκρητικούς που συνάντησα ήξεραν αρκετά τουρκικά, ενώ πολλοί, ίσως οι περισσότεροι, δεν ακολουθούσαν το Κοράνι καθώς έπιναν ελεύθερα κρασί».
Ωστόσο οι Τουρκοκρητικοί, παρότι «Κρήτες» και παρά την κοινότητα της γλώσσας και των ηθών, εντάσσονται στο στρατόπεδο των κυριάρχων, εξ αιτίας της μουσουλμανικής θρησκείας α. Εξ αιτίας της απουσίας «αληθινών» Τούρκων στο νησί, η αντιπαράθεση της χριστιανικής πλειοψηφίας γίνεται ακόμα πιο βίαιη με τους «γενιτσάρους» πράγματι, οι Τουρκοκρητικοί, όντας ενταγμένοι στην κρητική κοινωνία, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται τους χριστιανούς αγριότερα. Έτσι η επανάσταση του 1770 αποτελεί την πρώτη από μία σειρά εξεγέρσεων και επαναστάσεων που αντιπαραθέτουν όχι απλώς τους Κρητικούς με την Οθωμανική εξουσία, αλλά και με τους εγχώριους εκφραστές της, τους Τουρκοκρητικούς.
Στον φανταστικό διάλογο μεταξύ του πασά και του αιχμαλώτου Δασκαλογιάννη που παραθέτει ο Μπάρμπα Μπατζελιός, ο πασάς απαριθμεί τα προνόμια των Σφακιανών από την Οθωμανική εξουσία, κατηγορώντας τον «Δάσκαλο» για αναίτια εξέγερση και αιματοχυσία:
Σὰ θέλεις, Δάσκαλε Γιαννιό, νὰ μὴν κακαποδώσεις,
πές μου, εἴντα ’το ἡ γὶ-ἀφορμὴ πόλεμο νὰ σηκώσεις;
Οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα, χαράτσια δὲν ἐδίδα,
πές μου ποιὸς εἶναι ἀφορμὴ ποὺ ’πέσαν στὴν παΐδα
καὶ Σφακιανὸς δωσίματα δὲν ἔδιδε ποτές του
κι ὁ βασιλιὰς τὰ ’χάριζε χατήρι τσὴ νενές του.
…. Μόνο ’σηκώθης, Δάσκαλε, μὲ τὸ Μωργιᾶν ἀντάμι
γιὰ νὰ χαθεῖ τόσος λαὸς κι ἐσὺ νὰ βγάλεις νάμι
τ’ ἀσκέργια τὰ βασιλικὰ ν’ ἀδικοσκοτωθούσι
κι ἀποὺ τσὴ Κρήτης τὴν Τουρκιὰ χιλιάδες νὰ χαθούσι
πάνω στὰ ὅρη, στὰ βουνά, εἰς τσ’ ἔρημες μαδάρες,
χιλιάδες ἀπομείνασι γιανίτσαροι κι ἀγάδες.
Ο Δασκαλογιάννης, παρότι δέχεται πως οι Σφακιανοί απολαμβάνουν όντως προνομιακό καθεστώς, αναφέρεται στην αβάσταχτη πραγματικότητα του συνόλου των Κρητικών που υφίστανται τα πάνδεινα από τους «γιαννιτσαραγάδες» που τους αφήνουν «ἀχαλίνωτους» «οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες». Οι Τούρκοι αξιωματούχοι είναι υπεύθυνοι διότι αφήνουν τους Τουρκοκρητικούς γενιτσάρους ασύδοτους να βασανίζουν τους «Κρητικούς».
Ὁ Δάσκαλο τονὲ γροικά, γυρίζει καὶ τοῦ κάνει
(καπνὸν ἀποὺ τὸ στόμα ντοὺ κι ἀποὺ τ’ ἀρθούνια βγάνει):
«Καλὲ Πασά, εἴντα ’ν’ αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ λέεις
καὶ τὸ λαὸ ποῦ ’χάθηκε περίσσια τόνε κλαίεις;
Ποῦ ’πέρασαν οἱ γ-ἑκατὸ ἀποὺ ’ρθετε στὴν Κρήτη
κι ἐκάμετε τσὶ Κρητικοὺς καὶ δὲν ὁρίζου σπίτι
μουϊδὲ καὶ τσ’ ἀπατοὺς τωνε μουϊδὲ καὶ τὰ παιδιὰ ντων
μουϊδὲ καὶ τὴ ζωὴ ντωνε μουϊδὲ τὰ πράματα ντων.
Οὐλημερὶς εἰς τσ’ ἐγγαργειές, στὰ βάσανα καὶ κόπους
καὶ σὰν τὰ ’ζά τσὶ διαχνετε, δὲ τζὶ θωρείτ’ ἀθρώπους.
Πάντα γυρεύγετ’ ἀφορμὴ τὸ γ-αἷμα ντῶ νὰ πχεῖτε
καὶ νὰ σκοτώσετε Ρωμιὸ πολλά το πεθυμεῖτε
κι ἔναι κι ἡ μόνη σας χαρὰ νὰ ἰδεῖτε σκοτωμένους,
ξεκοιλιασμένους στὰ στενὰ κι αἱματοκυλισμένους
ἀποὺ δὲ τζὶ στιμάρετε μουϊδὲ σὰν κλωσσοπούλια,
γιὰ νὰ τσὶ θάψουν ὕστερα τσὶ βάνου στὰ σακούλια.
Καὶ ἡ γ-αἰτία εἶστε σεῖς, οἱ γὶ-ἄνομοι Πασάδες,
π’ ἀφῆνετ’ ἀχαλίνωτους τσὶ γιαννιτσαραγάδες
…. Ἀλήθεια λές, οἱ Σφακιανοὶ δωσίματα δὲ δίδου
καὶ τ’ ἅρματα ντωνε κιανιοὺς ποτὲς δὲν παραδίδου.
Τσὴ Κρήτης τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ἀποὺ ’νιαι στοῦ Σουλτάνου
δὲ τζ’ ἔχετε γιὰ τίβοτσι στὸν κόσμο τὸν ἀπάνω,
γι’ αὐτὰ κι ἐγὼ ’ποφάσισα τὴν Κρήτη νὰ σηκώσω
κι ἀποὺ τ’ ἀνύχια τῶν Τουρκῶ νὰ τῆνε λευτερώσω
πρῶτο γιὰ τὴν πατρίδα μου, δεύτερο γιὰ τὴν πίστη,
τρίτο γιὰ τσ’ ἄλλους χρισθιανοὺς ποὺ κάθουνται στὴν Κρήτη
γιατί, κι ἂν εἶμαι Σφακιανός, παιδὶ τσὴ Κρήτης εἶμαι
καὶ νὰ θωρῶ τσὶ Κρητικοὺς στὰ βάσανα πονεῖ με.»
*Ο Γιώργος Καραμπελιάς είναι συγγραφέας και πολιτικός αναλυτής