Τα χρόνια που ακολούθησαν την πρόσκρουση του αστεροειδούς που εξαφάνισε τους δεινόσαυρους ήταν σκοτεινά. Στην κυριολεξία. Η αιθάλη από τις μανιασμένες πυρκαγιές γέμισε τον ουρανό και μπλόκαρε τον ήλιο, συμβάλλοντας άμεσα στο κύμα μαζικής εξαφάνισης που ακολούθησε, αποκαλύπτει νέα έρευνα.
Μετά το χτύπημα του αστεροειδούς, πριν από περίπου 66 εκατομμύρια χρόνια, ο κατακλυσμός που ακολούθησε, εξαφάνισε αμέσως πολλές μορφές ζωής. Η σύγκρουση όμως προκάλεσε και περιβαλλοντικές αλλαγές που οδήγησαν σε μαζικές εξαφανίσεις. Μπορεί μια από τις αιτίες της μαζικής εξαφάνισης των ειδών, να ήταν τα πυκνά σύννεφα τέφρας και σωματιδίων που εκτοξεύτηκαν στην ατμόσφαιρα και εξαπλώθηκαν πάνω από τον πλανήτη, τα οποία πιθανώς βύθισαν τμήματα της Γης στο σκοτάδι για έως και δύο χρόνια.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η φωτοσύνθεση σταμάτησε, εκτιμούν οι ερευνητές, γεγονός που οδήγησε σε κατάρρευση του οικοσυστήματος. Σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στην ετήσια συνάντηση της Αμερικανικής Γεωφυσικής Ένωσης (AGU), η εξαφάνιση των ειδών μπορεί να συνεχίστηκε για δεκαετίες μετά την επιστροφή του ηλιακού φωτός.
Η Κρητιδική περίοδος (145 εκατομμύρια έως 66 εκατομμύρια χρόνια πριν) έληξε με πάταγο όταν ένας αστεροειδής που ταξίδευε με ταχύτητα περίπου 43.000 χλμ./ώρα έπεσε πάνω στη Γη. Είχε διάμετρο περίπου 12 χιλιόμετρα και πίσω του άφησε τον κρατήρα Chicxulub, ο οποίος βρίσκεται κάτω από το νερό στον Κόλπο του Μεξικού κοντά στη χερσόνησο Γιουκατάν, και εκτείνεται για τουλάχιστον 150 χιλιόμετρα.
Η πρόσκρουση κατέστρεψε τελικά τουλάχιστον το 75% της ζωής στη Γη, συμπεριλαμβανομένων όλων των χερσαίων δεινοσαύρων. Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι τα σύννεφα από κονιορτοποιημένα πετρώματα και θειικό οξύ που δημιουργήθηκαν από τη συντριβή, σκοτείνιασαν τον ουρανό, έριξαν τις παγκόσμιες θερμοκρασίες και προκάλεσαν όξινη βροχή και πυρκαγιές, όπως αναφέρει το Live Science.
Οι επιστήμονες πρότειναν για πρώτη φορά το σενάριο του «πυρηνικού χειμώνα» τη δεκαετία του ’80. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, το σκοτάδι έπαιξε ρόλο στις μαζικές εξαφανίσεις μετά τη σύγκρουση της Κρητιδικής περιόδου, εξηγεί ο Peter Roopnarine, επιμελητής γεωλογίας στο Τμήμα Ζωολογίας Ασπόνδυλων και Γεωλογίας της Ακαδημίας Επιστημών της Καλιφόρνιας.
«Πιστεύουμε ότι οι παγκόσμιες πυρκαγιές ήταν η κύρια πηγή αιθάλης που βρισκόταν στα ανώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας», λέει ο Roopnarine. «Η συγκέντρωση της αιθάλης τις πρώτες ημέρες ή εβδομάδες των πυρκαγιών, θα πρέπει να ήταν αρκετά υψηλή ώστε να μειώσει την ποσότητα του εισερχόμενου ηλιακού φωτός και να εμποδίσει τη φωτοσύνθεση».
Σκοτεινές ημέρες
Οι επιστήμονες προσομοίωσαν το μακροχρόνιο σκοτάδι και ανακατασκεύασαν οικολογικές κοινότητες που πιθανώς υπήρχαν την εποχή της πρόσκρουσης του αστεροειδούς. Χρησιμοποίησαν 300 είδη που είναι γνωστά από τον σχηματισμό του Hell Creek, μια πλούσια σε απολιθώματα έκταση σχιστόλιθου και ψαμμίτη που χρονολογείται στο δεύτερο μέρος της Κρητιδικής περιόδου και εκτείνεται σε τμήματα της Μοντάνα, της Βόρειας Ντακότα, της Νότιας Ντακότα και του Γουαϊόμινγκ.
Στη συνέχεια δημιούργησαν προσομοιώσεις όπου εξέθεσαν τις κοινότητες σε περιόδους σκότους διάρκειας από 100 έως 700 ημέρες, για να δουν ποια διαστήματα θα ευνοήσουν τη μαζική εξαφάνιση των σπονδυλωτών. Η έναρξη του σκοταδιού μετά την πρόσκρουση θα ήταν ταχεία, φτάνοντας στο μέγιστό της σε λίγες μόνο εβδομάδες, εξηγεί ο Roopnarine.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα οικοσυστήματα θα μπορούσαν να ανακάμψουν μετά από μια περίοδο σκοταδιού που διήρκεσε έως και 150 ημέρες. Αλλά μετά από 200 ημέρες, η ίδια κοινότητα έφτασε σε ένα κρίσιμο σημείο καμπής, όπου «ορισμένα είδη εξαφανίστηκαν και τα πρότυπα κυριαρχίας μεταβλήθηκαν», ανέφεραν οι επιστήμονες. Στις προσομοιώσεις όπου το σκοτάδι είχε τη μέγιστη διάρκεια, οι εξαφανίσεις αυξήθηκαν δραματικά. Κατά τη διάρκεια ενός διαστήματος σκοταδιού 650 έως 700 ημερών, τα επίπεδα εξαφάνισης έφτασαν το 65% έως 81%, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι κοινότητες του Hell Creek βίωσαν περίπου δύο χρόνια σκοταδιού, σύμφωνα με τα μοντέλα.
«Οι συνθήκες διέφεραν σε ολόκληρο τον πλανήτη λόγω της ατμοσφαιρικής ροής και της διακύμανσης της θερμοκρασίας, αλλά εκτιμούμε ότι η περιοχή του Hell Creek έμεινε στο σκοτάδι για έως και δύο χρόνια», δήλωσε ο Roopnarine, προσθέτοντας όμως, ότι τα ευρήματα αυτά είναι προκαταρκτικά.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν ένα οικοσύστημα έφτανε σε αυτό το σημείο καμπής, μπορούσε να ανακάμψει με μια νέα κατανομή ειδών σε βάθος δεκαετιών. Οι προσομοιώσεις έδειξαν επίσης, ότι οι κοινότητες του Hell Creek που έζησαν στο σκοτάδι για 700 ημέρες, χρειάστηκαν 40 χρόνια για να αρχίσουν να ανακάμπτουν.
ΠΗΓΗ: Live Science /www.ertnews.gr/